- υπεργαλακτία
- η чрезмерное выделение молока
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπεργαλακτία — η, Ν ιατρ. υπέρμετρη έκκριση γάλακτος από τους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + γάλα, γάλακτος] … Dictionary of Greek